ψευτοπατριώτης

ψευτοπατριώτης
ο
ο μη αγνός και πραγματικός πατριώτης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψευτοπατριώτης — ο, θηλ. ψευτοπατριώτισσα, Ν άτομο που επιδεικνύει υπερβολική φιλοπατρία, που προσποιείται πως αγαπάει πολύ την πατρίδα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψεύτης + πατριώτης] …   Dictionary of Greek

  • ψευδοπατριώτης — ο, Ν ψευτοπατριώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + πατριώτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”